κουδούνι — το (Μ κουδούνι και κουδούνιν και κουδούνιον) κοίλο ορειχάλκινο όργανο με σχήμα κόλουρου κώνου, ανοιχτό από την κάτω πλευρά, το οποίο όταν κρούεται με ένα σφαιροειδές κατασκεύασμα, το γλωσσίδι, που κρέμεται μέσα σ αυτό, αναδίδει παλμώδη μεταλλικό… … Dictionary of Greek
ακουστική — Το σύνολο των φαινομένων που έχει σχέση με την ακοή. Επίσης, επιστήμη η οποία έχει ως αντικείμενό της το σύνολο των φαινομένων, που έχουν σχέση με τις ελαστικές ταλαντώσεις και περιλαμβάνει: 1) Το τμήμα της φυσικής που εξετάζειτα ηχητικά… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… … Dictionary of Greek
χτυπώ — άω / κτυπῶ, έω, ΝΜΑ, και κτυπώ Ν 1. (αμτβ.) παταγώ, κάνω δυνατό θόρυβο, παράγω δυνατό ήχο, κροτώ (α. «όλη νύχτα χτυπούσε το παράθυρο απ τον αέρα» β. «δρῡς... μεγάλα κτυπέουσαι πῑπτον, Ομ. Ιλ.) 2. (μτβ.) κάνω κάτι να ηχήσει (α. «χτυπώ την καμπάνα» … Dictionary of Greek
εξαρτημένο ανακλαστικό — Όρος που υποδηλώνει τη δυνατότητα δημιουργίας περιβαλλοντολογικών συνθηκών, ικανών να ωθήσουν τα άτομα στην εκμάθηση μιας συγκεκριμένης συμπεριφοράς. Στην καθημερινότητα παρατηρούνται διάφορες μορφές συμπεριφοράς, στη βάση των οποίων… … Dictionary of Greek